- καταμήνυση, ψευδής
- (Νομ.). Το αδίκημα της αναγγελίας ή της έγκλησης σε βάρος τρίτου για δήθεν διάπραξη από μέρους του αξιόποινης πράξης ή εκτέλεσης ή παράλειψης άλλων πράξεων (για παράδειγμα, υποβολή, αλλοίωση ή απόκρυψη αποδεικτικού μέσου), οι οποίες τον καθιστούν ύποπτο διάπραξης αξιόποινου αδικήματος. Προϋπόθεση για την ύπαρξη του αδικήματος της ψ.κ. είναι η δόλια προαίρεση –δηλαδή η γνώση του αναληθούς της κατηγορίας– και η διατύπωσή της με σκοπό την πρόκληση της ποινικής δίωξης του τρίτου. Εκτός από την ποινή φυλάκισης, ο νόμος προβλέπει και τη δημοσίευση (με αίτηση του παθόντος) της καταδικαστικής απόφασης.
Dictionary of Greek. 2013.